- πρωτόβαθρος
- -ον, Α1. αυτός που κάθεται στο πρώτο βάθρο, αυτός που κατέχει την πρωτοκαθεδρία2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἐν ταῑς σκηναῑς οἱ πρῶτοι τῶν χορευτῶν ἑστῶτες».[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + βάθρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόβαθρον — πρωτόβαθρος taking the first seat masc/fem acc sg πρωτόβαθρος taking the first seat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόβαθροι — πρωτόβαθρος taking the first seat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοβαθρώ — έω, Α [πρωτόβαθρος] είμαι πρωτόβαθρος*, κάθομαι στο πρώτο βάθρο, κατέχω την πρωτοκαθεδρία … Dictionary of Greek